- λιπόθυμος
- η , ο [ος , ον ] упавший в обморок, лишившийся чувств
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιπόθυμος — η, ο αυτός που λιποθύμησε. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + θυμός (πρβλ. καρτερό θυμος, οξύ θυμος). Ο τ. πλάστηκε στους νεώτερους χρόνους προφανώς κατ επίδραση τών αρχ. λιποθυμώ, λιποθυμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικ … Dictionary of Greek
λιπόθυμος, -η — ο εκείνος που έχει λιποθυμήσει, ο λιποθυμισμένος: Τρόμαξαν καθώς τον είδαν λιπόθυμο στη μέση του δρόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek
λιποθυμώ — άω και έω (AM λιποθυμῶ, έω) υφίσταμαι λιποθυμία νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) λιποθυμισμένος, η, ο α) λιπόθυμος β) μτφ. (για ήχο) πολύ σιγανός, ξεψυχισμένος («ανάκουστος κελαϊδισμός και λιποθυμισμένος», Σολωμ.) μσν. μένω άπνους, νεκρός, πεθαίνω… … Dictionary of Greek
άψυχος — η, ο (AM ἄψυχος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ψυχή ζωή («τα έμψυχα και τα άψυχα») 2. ο νεκρός 3. ο μικρόψυχος, ο δειλός (μσν νεοελλ.) 1. λιπόθυμος, αναίσθητος 2. άτονος 3. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος αρχ. φρ. «ἄψυχος βορά» μη ζωική, φυτική τροφή … Dictionary of Greek
αλλοφρονώ — (Α ἀλλοφρονῶ, έω) [ἀλλόφρων] κυριεύομαι από μανία, γίνομαι εκτός εαυτού, παραφρονώ αρχ. 1. σκέπτομαι άλλα πράγματα, δεν δίνω προσοχή σε κάτι 2. είμαι αναίσθητος, λιπόθυμος 3. έχω διαφορετική γνώμη, έχω κάτι άλλο στον νου μου … Dictionary of Greek
αναίσθητος — η, ο (Α ἀναίσθητος, ον) 1. αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει αίσθηση ή αισθητικότητα 2. αμβλύς, νωθρός κατά τις αισθήσεις τής ηδονής και τού πόνου 3. ο δίχως συναίσθηση, απαθής, αδιάφορος, ασυγκίνητος, ανάλγητος 4. αυτός που έχασε τις… … Dictionary of Greek
εξαποθνήσκω — ἐξαποθνῄσκω (AM) στους κωμ. ποιητ. αντί αποθνῄσκω πεθαίνω («ἤν ὁ πατὴρ ἐμοὶ διδῷ τὰ χρήματα νόθῳ ξαποθνῄσκων», Αριστοφ.) μσν. λιποθυμώ και η μτχ. ἐξαποθαμένος λιπόθυμος … Dictionary of Greek
ημιαναίσθητος — η, ο 1. αυτός που πάσχει από ημιαναισθησία 2. αυτός που έχει χάσει τις αισθήσεις του α) σχεδόν αναίσθητος, απαθής, αδιάφορος β) λιπόθυμος, λιποθυμισμένος. επίρρ... ημιαναισθήτως και α με ημιαναίσθητο τρόπο, σχεδόν αναίσθητα, λιποθυμισμένα.… … Dictionary of Greek
θυμολιπής — θυμολιπής, ές (Α) λιπόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λιπής (< λείπω), πρβλ. ελ λιπής, ψυχο λιπής] … Dictionary of Greek
λιγώνω — (Μ λιγώνω) 1. επιθυμώ πολύ, λιγουρεύμαι 2. (ενεργ. και μέσ.) αισθάνομαι τάση για εμετό ή για λιποθυμία νεοελλ. 1. επιφέρω λιγούρα, προκαλώ τάση για εμετό ή για λιποθυμία 2. φρ. α) «λίγωσα (ή λιγώθηκα) στην πείνα» πείνασα πολύ, ξελιγώθηκα β)… … Dictionary of Greek